- κατάγειν
- κατάγωlead downpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CATAGUSA — inter opera Praxitelis, apud Plin. l. 34. c. 8. Fecit ex aere pulcherrima opera: Proserpiae raptum: item Catagusam et Ebrietatent, et Liberum Patrem, etc. Graece ἡ κατάγουσα, est quae pensa nendo deducit; unde κάταγμα, vel quae carminibus Lunam… … Hofmann J. Lexicon universale
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
Colus — • Colus, ηλακάτη, прялка для шерсти, т. е. валик, обыкновенно сделанный из тростника, вокруг которого укреплялась чесаная, назначенная для пряжи, шерсть (τολύπη, mollis lana, tractus). Пряха брала левой рукой прялку, а правой… … Реальный словарь классических древностей
επιθειάζω — ἐπιθειάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.) 2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.) 3. εμπνέω 4. προφητεύω 5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις» … Dictionary of Greek
προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν … Dictionary of Greek
φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 … Dictionary of Greek